- επαλαζονεύομαι
- ἐπαλαζονεύομαι (Α)(αποθ.) υπερηφανεύομαι, κομπάζω για κάτι («ἐπαλαζονεύοντο τοῑς τολμήμασιν», Ιώσηπ.)2. (κατά τον Ησύχ.) «καταθρασύνομαι».
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαλαζονευόμενον — ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp masc acc sg ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλαζονευόμενοι — ἐπαλαζονεύομαι boast over pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλαζονεύσηται — ἐπαλαζονεύομαι boast over aor subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)